πλυσταρειό

πλυσταρειό
το, Ν
μέρος τού σπιτιού όπου γίνεται το πλύσιμο τών ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *πλυστρ-αρειό (με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου -ρ-) < πλύστρα + κατάλ. -αρειό (πρβλ. σκουπιδ-αρειό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλυντήριος — α, ο / πλυντήριος, ον ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο α) μέρος τού σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων,… …   Dictionary of Greek

  • πλύσιμο — το / πλύσιμον, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλύνω νεοελλ. φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί αρχ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το …   Dictionary of Greek

  • πλύτρα — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, του νομού Λακωνίας. Η παραλία στην περιοχή των Πλύτρων Λακωνίας. * * * ἡ, Α 1. τόπος ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τρα (πρβλ. υφάν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”